- εὐροήν
- εὐροήfem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευροή — εὐροή, ἡ (Α) η άφθονη ροή, η εύροια* («ἐς εὐροήν τοῡ αἵματος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ροή] … Dictionary of Greek